- αμπιγιέρ
- ο, -γιέζ, η (γαλλ. habilleur -euse)υπάλληλος τού θεάτρου που βοηθεί τούς ηθοποιούς να ντυθούν. Οι πρωταγωνίστριες έχουν συνήθως προσωπική αμπιγιέζ, την οποία αμείβουν ιδιαίτερα. Ο ελληνικός όρος «ενδυτής» ως αντίστοιχος τού ξενικού δεν καθιερώθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.